- γαλατοπαραγωγός
- οο παραγωγός γάλατος: Οι γαλατοπαραγωγοί έχυσαν στο δρόμο μεγάλες ποσότητες γάλατος σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.